βήτα διάσπαση

βήτα διάσπαση
Η αυθόρμητη μετουσίωση ενός πυρήνα σε έναν από τους ισοβαρείς γειτονικούς του με ταυτόχρονη εκπομπή ενός ηλεκτρονίου ή ποζιτρονίου. Ο νέος πυρήνας που δημιουργείται έχει πάντα τον ίδιο μαζικό αριθμό με τον αρχικό, αλλά διαφέρει στον ατομικό αριθμό κατά μία μονάδα. Αν κατά τη β.δ. εκπέμπεται ένα ηλεκτρόνιο, τότε o αριθμός των πρωτονίων του πυρήνα αυξάνεται κατά ένα, ενώ ελαττώνεται κατά ένα αν εκπέμπεται ποζιτρόνιο. Το ηλεκτρόνιο ή ποζιτρόνιο με μεγάλη ενέργεια που εκπέμπεται από τον πυρήνα ενός ραδιοϊσοτόπου κατά τη διάρκεια της β.δ. λέγεται βήτα σωμάτιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ασθενής αλληλεπίδραση — Ένας από τους τέσσερις γνωστούς τύπους θεμελιωδών αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στα στοιχειώδη σωμάτια. H α.α. είναι ασθενέστερη από την ισχυρή (κατά έναν παράγοντα περίπου 1012) και την ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση και πολύ πιο ισχυρή από την… …   Dictionary of Greek

  • ιόνιο — Ραδιενεργό ισότοπο του θορίου που ανήκει στη σειρά του ουρανίου και συμβολίζεται με Ιο. Λίγο μετά την ανακάλυψη της ραδιενέργειας βρέθηκε ότι η άλφα και βήτα διάσπαση των ραδιενεργών στοιχείων δίνουν παράγωγα που διαφέρουν χημικά από τα μητρικά… …   Dictionary of Greek

  • ενδιάμεσος — Αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άλλους, ο διάμεσος· ο κενός χώρος που παρεμβάλλεται, το διάμεσο. ε. άτομο (Φυσ.). Ένα άτομο που είναι τοποθετημένο σε μια ε. θέση του πλέγματος (δηλαδή ανάμεσα σε πλεγματικά σημεία) ενός κρυστάλλου. Το άτομο… …   Dictionary of Greek

  • Γου, Τσιέν Σιούνγκ — (Chien Shiung Wu, Κίνα 1912 – ΗΠΑ 1997). Αμερικανίδα πυρηνική φυσικός, κινεζικής καταγωγής. Γεννήθηκε στην Κίνα και μετά τις σπουδές της πήγε στις ΗΠΑ, όπου πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. Όταν πήρε το… …   Dictionary of Greek

  • Ζολιό-Κιουρί — (Joliot Curie). Γάλλοι πυρηνικοί φυσικοί, που η φήμη τους συνδέεται κυρίως με την ανακάλυψη της τεχνητής ραδιενέργειας. 1. Ζαν Φρεντερίκ (Παρίσι 1900 – 1958). Σπούδασε στη σχολή φυσικής και εφαρμοσμένης χημείας του Παρισιού με καθηγητή τον Πιερ… …   Dictionary of Greek

  • ακετόνη — Άχρωμο υγρό με ευχάριστη οσμή, εύφλεκτο, διαλυτικό για πολλές ουσίες, όπως τα βερνίκια, ο σελουλοΐτης και άλλα σχετικά. Το μόριο της ένωσης αυτής περιέχει τρία άτομα άνθρακα, έξι άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου: ο χημικός της τύπος είναι… …   Dictionary of Greek

  • λακτάση — Ένζυμο που αποτελεί συστατικό των πεπτικών υγρών μερικών ζώων. Βρίσκεται στη νήστιδα του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου και βοηθά στην υδρόλυση του γαλακτοσακχάρου (λακτόζη) σε γλυκόζη και γαλακτόζη. Στον άνθρωπο, η έλλειψη του ενζύμου προκαλεί… …   Dictionary of Greek

  • μετατόπιση — Ο όρος προσδιορίζει την αλλαγή τόπου ή θέσης, τη μετακίνηση. μ. ιόντων. Τα ιόντα ενός ηλεκτρολύτη μετακινούνται, όταν περάσει μέσα από αυτόν ηλεκτρικό ρεύμα και συμμετέχουν στη μεταφορά του ηλεκτρισμού. Τα κατιόντα και τα ανιόντα δεν κινούνται… …   Dictionary of Greek

  • οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… …   Dictionary of Greek

  • πυρηνικός — ή, ό, Ν [πυρήνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα τού ατόμου 2. φρ. α) «πυρηνικά καύσιμα» (πυρην.) υλικά καταλλήλως διαμορφωμένα, με τα οποία τροφοδοτούνται οι πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”